- κυρτοτέρα
- κυρτοτέρᾱ , κυρτόςbulgingfem nom/voc/acc comp dualκυρτοτέρᾱ , κυρτόςbulgingfem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυρτότερα — κυρτός bulging neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρτοτέρας — κυρτοτέρᾱς , κυρτός bulging fem acc comp pl κυρτοτέρᾱς , κυρτός bulging fem gen comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρτοτέραν — κυρτοτέρᾱν , κυρτός bulging fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μήλο — Καρπός που προέρχεται όχι μόνο από το μετασχηματισμό των ιστών της ωοθήκης του άνθους, αλλά και από τους ιστούς των οργάνων στήριξης του· βοτανικά είναι ένας ψευδής καρπός, αρκετά ογκώδης. Τυπικά παραδείγματα τέτοιων καρπών είναι οι καρποί των… … Dictionary of Greek